- θυρώμασίν
- дверями
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
θυρώμασιν — θύρωμα doorway neut dat pl θυρώματα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)